- σιδηρόξυλο(ν)
- το, Ν1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαποτίδες τής τάξης εβενώδη, το οποίο περιλαμβάνει 100 περίπου ήδη δένδρων τής τροπικής Αμερικής με πολύ σκληρό ξύλο2. συνεκδ. ξύλο από το παραπάνω δένδρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + ξύλο (πρβλ. πλατανό-ξυλο)].
Dictionary of Greek. 2013.